ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ- Social Experiment
Τα τελευταία χρόνια με την χρήση των κοινωνικών μεσών δικτύωσης
έχει επεκταθεί η χρήση των κοινωνικών πειραμάτων είτε αυτά έχουν αντικείμενο το
χιούμορ είτε το την ευαισθητοποίηση του κοινού. Το 2012 δυο αμερικανικά εκπαιδευτικά
ιδρύματα αντέδρασαν στο αντικείμενο των κοινωνικών πειραμάτων. Διεξήγαγαν μια έρευνα,
η οποία αποσκοπούσε στη διερεύνηση του κατά πόσο η έκθεση σε καθορισμένα συναισθήματα με θετικό ή αρνητικό πρόσημο είχε τη δύναμη να διαμορφώσει τις επιλογές των χρηστών του Facebook και να μεταβάλλει αναλόγως το συναισθηματικό φορτίο των αναρτήσεών τους. Οι συντάκτες της έρευνας παρατήρησαν ότι οι χρήστες που συμμετείχαν –εν αγνοία τους– σε αυτήν άρχισαν να χρησιμοποιούν κυρίως αρνητικού ή θετικού περιεχομένου λέξεις ανάλογα με το περιεχόμενο στο οποίο είχαν «εκτεθεί». Σύμφωνα με τους ερευνητές και τη σχετική δημοσίευση της έρευνας στην αμερικανική επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS), «τα αποτελέσματα δείχνουν την πραγματικότητα του μαζικού συναισθηματικού επηρεασμού μέσω των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης».Σοκαρισμένοι οι χρήστες του Διαδικτύου εξέφρασαν το «βαθύ προβληματισμό τους» και χαρακτήρισαν τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε «ανησυχητική» ή «διαβολική» σε ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, ενώ παράλληλα η Αρχή Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων στο Διαδίκτυο ξεκίνησε έρευνα για τις ενέργειες της διεύθυνσης του διάσημου ιστοτόπου. Προσφάτως, μάλιστα, η βρετανική αρχή προστασίας δεδομένων προέβη σε παρόμοια ανακοίνωση. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Τα πειράματα αυτά χρήζουν συζήτησης για το αν έχουν νομιμοποίηση
καθώς οι επιπτώσεις τους στο κοινό είναι εμφανείς. Μπορεί μερικοί να ισχυρίζονται
ότι θέλουν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο, αλλά πολλές φορές δεν συμβαίνει ακριβώς
όπως το ονειρεύεται κάποιος.
Η επιστήμη των κοινωνικών πειραμάτων δεν είναι νέα καθώς στο
παρελθόν έχουν απασχολήσει πάρα πολύ την επιστημονική κοινότητα. Παρακάτω θα δείτε
μια λίστα από κοινωνικά πειράματα που έγιναν στο παρελθόν καθώς και τα βίντεο
με τις λεπτομέρειες και τα αποτελέσματα του κάθε πειράματος
Το Πείραμα
Συμμόρφωσης / The Asch Conformity Experiment 1953
Το πείραμα της απάθειας του παρευρισκομένου - Bystander
effect (1968)
Το πείραμα της φυλακής του Stanford (1971)
Το πείραμα του Milgram - Η δύναμη των εντολών (1974)
Το Πείραμα Συμμόρφωσης / The Asch Conformity Experiment 1953
Tα πειράματα "συμμόρφωσης" του Asch, ήταν μία σειρά μελετών που δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του '50, επιδεικνύοντας την δύναμη της συμμόρφωσης στις ομάδες. Γνωστό και ως το "Παράδειγμα του Ας". Στα πειράματα υπό τον Σολομώντα Ας, ζητούνταν από μία ομάδα να πάρει μέρος σε ένα δήθεν "οπτικό τεστ". Στην πραγματικότητα, όλοι οι συμμετέχοντες πλην ενός ήταν συνεργάτες του ερευνητή, και το αντικείμενο της μελέτης ήταν το πως αυτός ο ένας θα αντιδρούσε στην συμπεριφορά των "συννενοημένων" συμμετεχόντων.
Στις παρούσες παραλλαγές γίνεται αναφορά και στο κατά πόσο επηρεάζεται η συμπεριφορά του υποκειμένου από τους παράγοντες της ύπαρξης συνεταίρου ή δυνατότητας ανώνυμης έκφρασης.
Το πείραμα της απάθειας του παρευρισκομένου - Bystander effect (1968)
Η επίδραση των παρευρισκομένων (bystander effect) ή αλλιώς το σύνδρομο Genovese είναι ένα φαινόμενο της κοινωνικής ψυχολογίας στο οποίο τα άτομα αρνούνται να πάρουν την ευθύνη ή να δώσουν βοήθεια όταν άλλα άτομα είναι παρόντα.
Η πιθανότητα ένας περαστικός να βοηθήσει κάποιον θεωρείται ότι είναι αντιστρόφως ανάλογη του αριθμού των παρευρισκομένων. Όσο δηλαδή περισσότεροι άνθρωποι είναι παρόν τόσο λιγότερο πιθανό είναι να βοηθήσει κάποιος.
Το φαινόμενο πήρε το όνομά του από την υπόθεση της δολοφονίας της Kitty Genovese το 1964 στη Νέα Υόρκη. Η 28χρονη γυναίκα μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου έξω από το σπίτι της στη Νέα Υόρκη. Ο δρόμος ήταν πολυσύχναστος και 38 άτομα (γείτονες και περαστικοί) που είδαν τη δολοφονία δεν κάλεσαν την αστυνομία ούτε έδωσαν κάποια βοήθεια.
Το πείραμα της φυλακής του Stanford (1971)
Το Πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ ήταν ένα πείραμα πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Το πείραμα διεξήχθη το 1971 από την ερευνητική ομάδα του καθηγητή ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Εικοσιτέσσερις φοιτητές επιλέχθηκαν από 70 για να παίξουν τους ρόλους των φυλακισμένων και των δεσμοφυλάκων και να ζήσουν σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου της Επιστήμης της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, αλλά και ποινικού μητρώου, έτσι ώστε να αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για την επιστημονική παρατήρηση. Οι ρόλοι μοιράστηκαν μετά από ρίψη κέρματος (κορώνα ή γράμματα).[1]
Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες μπήκαν κατευθείαν στους ρόλους τους προχωρώντας τους ρόλους του όμως πέρα από τις προβλέψεις, οδηγούμενοι σε επικίνδυνες και ψυχολογικά καταστροφικές καταστάσεις. Το ένα τρίτο από τους φρουρούς κρίθηκε ότι επέδειξαν "γνήσια" σαδιστικές τάσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί φυλακισμένοι να τραυματιστούν ψυχολογικά και δύο από τους φοιτητές να αποχωρήσουν νωρίς από το πείραμα. Μετά την κατάρρευση ενός φοιτητή από τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στη φυλακή,[2] και συνειδητοποιώντας ότι είχε παθητικά επιτρέψει ανάρμοστες συμπεριφορές να λάβουν χώρα κάτω από την εποπτεία του, ο Ζιμπάρντο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι φυλακισμένοι όσο και οι δεσμοφύλακες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους, με αποτέλεσμα να τερματίσει το πείραμα μετά από έξι μέρες.
Το πείραμα του Milgram - Η δύναμη των εντολών (1974)
Το πείραμα του Μίλγκραμ ήταν ένα ψυχολογικό και κοινωνικό
πείραμα του ψυχολόγου Στάνλεϊ Μίλγκραμ το οποίο εξέταζε την υπακοή πολλών
ανδρών στην εξουσία των αρχών. Το πείραμα μετρούσε την προθυμία των
συμμετεχόντων, ανδρών από ένα ευρύ φάσμα επαγγελμάτων και μόρφωσης, στην υπάκοή
τους στους ανωτέρους, παρότι έπαιρναν εντολές να προβούν σε ενέργειες που ήταν
αντίθετες με την προσωπική τους συνείδηση και θέληση.
Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν σε κάθε περίπτωση
απρόσμενα. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων, υπάκουε όλες τις εντολές, έστω και
απρόθυμα, παρότι ήταν φανερό ότι προκαλούσε σοβαρούς τραυματισμούς σ’ ένα τρίτο
άτομο!